![]() |
Πήγα λοιπόν σιγά σιγά από την δεξιά μεριά του κελιού, ανάμεσα σε κάτι χόρτα, και.. "τσάκ-τσάκ" πάτησα δύο φορές το κλείστρο. (..ήθελα και 2 φωτογραφίες!) |
Αναμνήσεις από την Παναγούδα – Καλοκαίρι 1986
Το καλοκαίρι του 1986 επισκέφθηκα το Άγιον Όρος μαζί με τον πατέρα μου, Ιατρό Νικόλαο Β. Λιλιόπουλο (+2011).
Προορισμός μας ήταν το κελί Παναγούδα, δίπλα στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, στις Καρυές – την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους.
Καθώς περπατούσαμε, συναντούσαμε τις γνωστές ταμπέλες:
«Προς Παναγούδα ΓΕΡ. ΠΑΪΣΙΟΥ», «Προς Γέροντα Παΐσιο».
Μετά από περίπου 20–25 λεπτά πεζοπορίας από τη Μονή, φτάναμε στην αυλή του κελιού, όπου μας υποδέχονταν οι χαρακτηριστικές ταμπελίτσες:
«δροσερό νερό», «ευλογημένα λουκούμια», «πάρτε ευλογία».
Το κελί ήταν φτωχικό και λιτό, αφιερωμένο στην Παναγία, την οποία ο Όσιος Γέροντας Παΐσιος τιμούσε με βαθιά αγάπη, αποκαλώντας την από μικρός «Παναγούδα».
Η αναμονή και η συνάντηση
Η αναμονή για να τον συναντήσουμε μπορούσε να διαρκέσει από 10 λεπτά έως και 5 ώρες. Περιμέναμε με λαχτάρα να ολοκληρώσει την προσευχή του, να ανοίξει την πόρτα και να μας δεχτεί με εγκαρδιότητα και καλοσύνη. Ήταν μια ευκαιρία να λάβουμε πνευματική τροφή, να ακούσουμε διηγήσεις και συμβουλές.
Ο Γέροντας ήταν ταπεινός, λιτός, ολιγαρκής, γεμάτος Θεία Χάρη. Ένα σκεύος μυροβλυσίας αιώνιας ζωής. Η ψυχή του, απλή και φωτισμένη, μας υπενθύμιζε πως ο πνευματικός προορισμός είναι εφικτός για όλους.
Το Αρχονταρίκι και οι «πολυθρόνες»
Όταν ο κόσμος ήταν πολύς, μας έβαζε όλους στην αυλή και μας βόλευε στο Αρχονταρίκι του, στις «πολυθρόνες» – δηλαδή κούτσουρα τοποθετημένα στην αυλή. Κάποιοι δεν προλάβαιναν να καθίσουν και έμεναν όρθιοι, πρόθυμοι να ακούσουν τα πνευματικά του λόγια.
Είχε πάντα την προθυμία να ακούσει ιδιαιτέρως όποιον το επιθυμούσε. Σηκωνόταν, απομακρυνόταν από τους άλλους και άκουγε με προσοχή το πρόβλημα του καθενός.
![]() |
| Αφού μας έβαζε όλους μέσα στην αυλή, μας βόλευε στο Αρχονταρίκι του, στις "πολυθρόνες" (πολυθρόνες= κούτσουρα τοποθετημένα στην αυλή). |
Μία από αυτές τις φορές, ο πατέρας μου ζήτησε να του μιλήσει ιδιαιτέρως. Περπάτησαν περίπου 20 μέτρα μακριά από τους υπόλοιπους. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν κινητά ή ψηφιακές μηχανές – μόνο οι κλασικές με φιλμ.
Είχα μαζί μου μία τέτοια μηχανή και σκέφτηκα να τραβήξω μια φωτογραφία του Γέροντα την ώρα που μιλούσε με τον πατέρα μου. Ήξερα πως δεν ήθελε να τον φωτογραφίζουν, αλλά σκέφτηκα: «Τι πειράζει μια φωτογραφία;» (ήμουν και μικρός…)
Πήγα σιγά-σιγά από τη δεξιά μεριά του κελιού, ανάμεσα σε κάτι χόρτα, και πάτησα δύο φορές το κλείστρο: «τσάκ-τσάκ».
Η ησυχία του Όρους ήταν τέτοια, που ο ήχος ακούστηκε σαν πυροβολισμός. Ο Γέροντας γύρισε ξαφνιασμένος και μου είπε:
– «Όχι, όχι φωτογραφίες...»
Ο πατέρας μου απάντησε:
– «Γέροντα, αναμνηστικές είναι... έτσι για ευλογία...»
Και εκείνος είπε:
– «Άντε καλά...»
Έτσι μας έμειναν, ως ευλογία, δύο φωτογραφίες.
Το αποτύπωμα της μνήμης
Ο Γέροντας Παΐσιος, μετέπειτα Άγιος, αναχώρησε για την Ουράνια Πατρίδα το 1994.
Ο πατέρας μου, Νικόλαος Ν. Λιλιόπουλος, το 2011.
Ο πατέρας μου, Νικόλαος Ν. Λιλιόπουλος, το 2011.
Και σε μένα έμειναν οι φωτογραφίες…
Μαρτυρία, ευλογία, ανάμνηση.
Άκης Ν. Λιλιόπουλος


