Ο Σίμων Καράς σε άρθρο του με τίτλο «Περί την Βυζαντινήν Εκκλησιαστικήν Μουσικήν»,
στο περιοδικό «Κιβωτός» 2 (1953, σ. 33), έγραφε με νόημα ότι «… ο
μόνος κίνδυνος αλλοιώσεως της τέχνης, προέρχεται από την έλλειψιν αληθινών και
πιστών εκτελεστών και διδασκάλων της Βυζαντινής Ψαλμωδίας».
Η άποψη αυτή του δασκάλου επιβεβαιώθηκε
ιστορικά, αλλά δεν είναι η μόνη αιτία
έκπτωσης του μέλους, διότι στις κατά καιρούς έντυπες εκδόσεις των μουσικών
βιβλίων και μέχρι σήμερα έχει καταγραφεί, σε πολλές περιπτώσεις, παρέμβαση
μετάπλασης ή και αντικατάστασης των μουσικών γραμμών διά υποκειμενικών μελωδήσεων και προσωπικών
ερμηνειών. Η διάθεση δηλ. να καλλωπίζονται και διασκευάζονται τα παλαιά
εκκλησιαστικά μέλη με εξωλατρευτικά μουσικά στοιχεία,.
Πολλά χρόνια πριν (1898) ο ονομαστός
μουσικοδιδάσκαλος και Πρωτοψάλτης της Μ.τ.Χ.Ε. Γεώργιος Βιολάκης, στην έκδοση του Δοξασταρίου του Πέτρου του Πελοποννησίου,
μεταξύ των άλλων, αναφέρει για μερικούς νεώτερους διδασκάλους, ότι «…ούτοι ατυχώς μη περιορισθέντες εις το
γνήσιον αυτού αρχέτυπον μέλος, καλλωπισμού χάριν, δήθεν, υπεισήγαγον εν τούτω καινοτρόπους γραμμάς, παραμορφωσάσας το
αρχικόν, απλούν και μεγαλοπρεπές του μέλους … Ένεκα δε της προς το νεωτερίζειν ροπής της νέας γενεάς
… ανέλαβον να εγκύψω εις την μελέτην του αρχαίου τούτου μέλους και να εξηγήσω
εις την παρ΄ημίν γραφήν …όμοιον προς το πρωτότυπον μέχρι κεραίας».
Λίγο αργότερα ο Αρχιμ. Παγκράτιος ο Βατοπεδινός, σε μουσική Μελέτη του,
διέβλεπε την απώλεια του μέλους, «…διότι οι διάφοροι ψάλται … αφεθέντες
αχαλίνωτοι και άνευ ουδεμιάς ανωτέρας εποπτείας, περιεφρόνησαν τα κλασικά
μουσικά μαθήματα των παλαιών διδασκάλων και μουσουργών, και ψάλλουσι τα υπ’
αυτών μελοποιηθέντα ως τεχνικώτερα δήθεν. Αύριον άλλοι άλλως θα μελοποιήσωσιν
άλλα και ούτω καθεξής μέχρις ου τελείως καταστρέψωσι την ιεράν μελωδίαν
ημών…Άρα γε θα αξιωθώμεν ποτε να ακούσωμεν την εκκλησιαστικήν ημών μουσικήν εν
τη αρχαία αυτής απλότητι και μεγαλοπρεπεία;» (Μουσική Κλίμαξ, εν Κων/λει 1917,
σ. 18).
Πράγματι, ορισμένες
επανεκδόσεις παλαιότερων μουσικών βιβλίων, από το 1850 και ύστερα, φέρουν
μορφολογικές αλλοιώσεις και μείξεις αλλότριων μελωδιών σε μέρη Ακολουθιών και
μελών, που δε συνάδουν «προς την σεμνήν
και ιεροπρεπή μελωδίαν της παλαιοτέρας εποχής» (Κων. Σακελλαρίδη, Νέον
Αναστασιματάριον, εν Αθήναις 1890, σ. στ΄). Πολλοί των εκδοτών « απέβλεψαν ουχί εις την διατήρησιν των
κλασικών μελών, αλλά μάλλον εις την υλικήν εκμετάλλευσιν αυτών … και επέφερον χαώδη και τραγελαφικήν
ψαλμωδικήν κατάστασιν, μεγάλην μουσικήν αναρχίαν, καθ’ όσον αφήρεσαν πολλάς
κλασικάς γραμμάς και αντικατέστησαν ταύτας με ιδικάς των μουσικάς τεχνοτροπίας.
Η τοιαύτη διαστρέβλωσις και παραμόρφωσις των γνησίων Βυζαντινών μελών προκάλεσε
μεγάλην βλάβην ιδίως εις τους νέους ιεροψάλτας, οίτινες ουχί μόνον
εδυσκολεύοντο εις την ανάγνωσιν αυτών, διότι είχον και αναριθμήτους μουσικάς
ανορθογραφίας, αλλά και να διερωτώνται: ποία είναι τα γνήσια βυζαντινά
μαθήματα; Αυτά που αναγινώσκομεν εις τα νέα εκδοθέντα βιβλία ή εις τα
παλαιά; (Θεοδόσιος Γεωργιάδης, ο
βυζαντινός μουσικός πλούτος, τ.Α΄, Αθήναι 1959, σ. 5-6).
Στις μέρες μας, οι υπερβάσεις
του παρελθόντος, έγιναν κανόνας, ώστε ο μακαριστός Επίσκοπος Διονύσιος Ψαριανός
να σημειώνει ότι «…εκτός
από το Ειρμολόγιο ή έστω και το Αναστασιματάριο όλα τα’ άλλα που ψάλλομε στην
Εκκλησία πολύ λίγη βυζαντινή μουσική παράδοση διασώζουν …» ( Γ.
Αναγνωστοπούλου, Εισαγωγή στη χειρ. Θεία Λειτουργία, τ. Α΄ Αθήνα 1988).
Διαπίστωση οδυνηρή, για την ίδια την Τέχνη, αλλά και τους εκφραστές της, τους
ψάλτες, διότι ναι μεν «την αρετή της
συντηρήσεως που είχε η χειρόγραφη
Παράδοση και η συνοπτική σημειογραφία, τη διαδέχθηκε η ελευθερία και η ευκολία
της καταγραφής τής κάθε υποκειμενικής μελωδήσεως στις αλλεπάλληλες έντυπες
μουσικές εκδόσεις, μαζί με κάποιο πνεύμα επιδείξεως των μελουργών ή και
εκδοτών» (Γρ. Στάθη, Φάκελος μαθήματος Βυζ. Μουσική, Ψαλτική τέχνη, Αθήνα
1993, σ. 93), ωστόσο, αυτοί κυρίως, (οι Ψάλτες), επωμίζονται διαχρονικά την
ευθύνη και το βάρος της αυθεντικότητας ή μη της Ψαλτικής Παραδόσεως.
Είναι πρόδηλο ότι η άμετρη
ελευθερία στην ερμηνεία της σημειογραφίας, οι αυθαίρετοι νεωτερισμοί και
μελικοί μετεωρισμοί, οι παντοίες υπερβολές μερικών ψαλτών, που οφείλεται σ’ ένα
βαθμό και στην έλλειψη του τέλειου οπλισμού του εξηγημένου μέλους, προσκρούουν
στο σεμνό ύφος και ήθος της ψαλμωδίας και στο καλώς νοούμενο
συντηρητικό πνεύμα που διαπνέει όλες τις μορφές έκφρασης της Εκκλησίας στον
αγώνα της για πνευματικό προσανατολισμό του ανθρώπου, διότι είναι ανάρμοστες
προς το σκοπό που επιδιώκουν.
Πρότυπα αυθεντικής ερμηνείας
των εκκλησιαστικών μελών ευτυχώς έχουμε. Ας τα αναζητήσουμε κι ας μείνουμε σ’
αυτά. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η επισήμανση του διδασκάλου Θεοδ.
Γεωργιάδου: Εάν ο Άρχων Πρωτοψάλτης της Μ.τ.Χ.Ε. Ιάκ. Ναυπλιώτης, την κρίσιμη
ώρα (1904) «εδέχετο να έλθη εις Αθήνας,
θα εσάρωνε πάντα εμφανιζόμενον εν τη Εκκλησία και θα μετέδιδε δια της
διδασκαλίας του, εις ολόκληρον την Ελλάδα, την μεγαλοπρεπή εκείνην παράστασιν
των Βυζαντινών μελωδιών, τας οποίας εξετέλει ιεροπρεπέστατα δια της
μεγαλειώδους και γλυκείας φωνής του» (Θεοδ. Γεωργιάδου, Ο Βυζ. Μουσικός
πλούτος, Υπόμνημα, Αθήναι 1955, σ. 18).
Ένα συνεπώς απομένει! Επιστροφή, με όλη την πνευματική
σημασία της λέξεως, στις πηγές της
ψαλτικής Παραδόσεως, «… μετά ζήλου, χωρίς νεωτερισμούς κατά την
προφοράν ή κατά την γραφήν ή κατά την έκθεσιν» (Χρυσάνθου, Θεωρητικόν Μέγα
της Μουσικής, Β΄ Μέρος, 84β, σ. LVII).
Η απήχηση του ομώνυμου άρθρου και ο
διάλογος που αναπτύσσεται μεταξύ των αγαπητών συναδέλφων ψαλτών ικανοποιεί τον
συντάκτη του, γιατί μαρτυρεί ότι η αγωνία για την αυθεντική ερμηνεία του μέλους, που είναι η πεμπτουσία της τέχνης
μας, είναι κοινή. Επί πολλά συναπτά έτη (45), ταπεινός διάκονος του Αναλογίου,
συντάσσεται με την προσπάθεια να διασωθεί και μεταδοθεί στους νεότερους γνήσια η
πατριαρχική παράδοση, βιώνοντας, όπως όλοι, τον άμετρο ζήλο άλλων ερμηνευτών να
θεωρούν παράδοση και την προσωπική τους ελεύθερη έκφραση.
Η αναζήτηση αυτή της
αυθεντικής (ορθής) ερμηνείας δεν είναι σημερινή, είναι διαχρονική, γιατί η
προφορική παράδοση δέχεται συνεχώς επιρροές, που αποκλίνουν του αποκλειστικού
λειτουργικού χαρακτήρα της. Η ψαλμωδία δεν
είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο βίωσης του μυστηρίου της σωτηρίας στον
αγιασμένο χώρο της Εκκλησίας. Είναι μια απλή και κατανυκτική μελωδία (λόγος και
μέλος), που μετοχεύει στις ψυχές τα υψηλά νοήματα των ιερών κειμένων και δεν
ευχαριστεί απλώς την ακοή μας. Γιατί «μια
ψαλμωδία που μας κάνει να προσέξουμε περισσότερο τη μουσική παρά το λόγο, δεν είναι καλή για τη θεία λατρεία»
(Διονυσίου, Μητρ. Κοζάνης, «Εφημέριος», Ιούλιος-Αύγουστος 2001, σ.18). «Ο λόγος είναι το κύριον και ο σκοπός, το
μέλος είναι οι δύο φτερούγες με τις οποίες μπορούμε να φτερουγίσουμε, πάνω απ’
τα γήϊνα, σε χώρους ουράνιους και να υμνήσουμε ως πιο πλησιανοί και οικείοι τη
δόξα του Θεού και το θαύμα της δικής μας σωτηρίας» (Γρ. Στάθη, Η μουσική
έκφραση των λειτουργικών ύμνων και η δυνατότητα μετάφρασής τους στη Νεοελληνική
γλώσσα, Περιοδικό «ΕΚΚΛΗΣΙΑ», ΟΗ΄ , τ. 2, σ. 119).
Αυτό είναι το
σεμνοπρεπές απλό ύφος και υψηλό ήθος της ψαλτικής, που αποσκοπεί, προβάλλοντας
τον λόγο δια του μέλους, να φέρει τον άνθρωπο στην κατάνυξη, που «καθαίρει τον νουν» (Αββάς Νείλος) και διαπορθμεύει απ’ τα βιοτικά στα
υπερβατικά. Ο δεινός μουσικός και άριστος μελοποιός και διδάσκαλος Πέτρος ο
Πελοποννήσιος, βαθύς γνώστης και της εξωτερικής μουσικής, όχι μόνο δεν ανέμειξε ξένα στοιχεία με εκκλησιαστικά μέλη, αλλά
περιορίστηκε και στην απλότητα της γραφής τους, ως «οικείας και προσηκούσης». Απομένει ο εκτελεστής, γνώστης της
ψαλτικής τέχνης, να ερμηνεύσει τους ύμνους με βάση τη σημειογραφία και την προφορική Παράδοση (όχι μετροφωνικά)
εκείνη που δεχόμαστε γενικά, με συμπεράσματα συνεδρίων, ειδικές εγκυκλίους της Εκκλησίας
και παραινέσεις των εγκρίτων εκ των ψαλτών, ως γνήσια. Ο Βασίλειος Στεφανίδης,
επιφανής μουσικός και ιατροφιλόσοφος, τονίζει την αξία της προφορικής παραδόσεως
με κάθετη διατύπωση: «των σημαδίων η
σημασία, γραφή ου διδάσκεται… αλλά μόνον δια ζώσης φωνής … ουδέ εκκλησιαστικός μουσικός λέγεται πρεπόντως ο μη
μαθών όσον το δυνατόν εκ παραδόσεως τα μέλη» (Β. Στεφανίδη, Σχεδίασμα περί
μουσικής ιδιαίτερον Εκκλησιαστικής, Παράρτημα Εκκλ. Αλήθειας, τ. Ε΄, Κων/λις
1902, σ. 274).
Συνεπώς το ζήτημα δεν
είναι πολύπλοκο, είναι απλό, όταν συνειδητοποιήσουμε τις ευθύνες μας οι
διδάσκαλοι και οι ερμηνευτές της λειτουργικής μας μουσικής, έναντι των πιστών,
της Εκκλησίας και αυτής της τέχνης, που έχει καθαγιαστεί με την πνοή τόσων
αγίων ψυχών.
Σκοπός του άρθρου
προφανέστατα δεν ήταν «τα ωραία λόγια», αλλά η καταγραφή των απόψεων μεγάλων
διδασκάλων, με τις οποίες, φαίνεται, όλοι να συμφωνούμε, όπως και με την
πρόταση-πρότυπο ερμηνείας του μέλους (Ιάκωβος Ναυπλιώτης).
Τι ανάγκην έχομε άραγε
άλλων παραδειγμάτων; Ωστόσο θα συμφωνήσουμε επίσης απόλυτα, και θα αναλύσουμε σε επόμενα σημειώματα, διεξοδικά, την
πρόταση αγαπητού συναδέλφου περί κωδικοποίησης
όλων των στοιχείων της μουσικής, με σκοπό την ενιαία έκφραση εντός της
διαφορετικότητας, διότι «ποικίλην τε και
πολυσχιδή την της ψαλτικής μεταχείρισιν» θεωρεί ο Χρυσάφης ο νέος.
Ο προβληματισμός
κοινός, ο διάλογος εποικοδομητικός, ο τόπος αφιλόξενος για αντιπαραθέσεις και η
αγάπη για τη μουσική μας δυνατή και μας ενώνει.
Εμείς «μηδενί
μηδέν οφείλομεν ει μη το αγαπάν αλλήλους, ο γαρ αγαπών το έτερον νόμον πεπλήρωκε» (Ρωμ. ιγ΄, 8).